- καυλομαχώ
- -έω1. βρίσκομαι σε οργασμό2. παροιμ. «άλλοι ψυχομαχούν και άλλοι καυλομαχούν» — για την αντίθεση τής ψυχικής ιδίως κατάστασης στους ανθρώπους.[ΕΤΥΜΟΛ. < καυλός «πέος» ή καυλί + -μαχῶ (< -μάχος < μάχη), πρβλ. ιππο-μαχώ, ναυ-μαχώ].
Dictionary of Greek. 2013.